Την πούτσισα: Την έβαψα. Έκανα μαλακία και ετοιμάζομαι να την πληρώσω.
Παρασπόνδησα και πρόκειται να λάβω τα επίχειρα των πράξεών μου.

- Όχι ρε πστ, την πούτσισα! Ξέχασα τα κλειδιά του σπιτιού στο γραφείο.

- Έτσι και σε ξαναπιάσω να χώνεις το δάκτυλο στη μαρμελάδα, την πούτσισες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Την πουτσίσαμε: Πήραμε τα παπάρια μας, είμαστε για τον πούτσο, συνώνυμο Εθνική Ελλάδος EURO 2008.

Τον ήπιαμε κι απ΄τους Ισπανούς, άσε φιλαράκι, την πουτσίσαμε φέτος άγρια...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν ξέρουμε ακριβώς τι σημαίνει πουτσίζω. Ακούγεται σαν το ραπίζω και τότε παραπέμπει σε πουτσοσκάμπιλο, ας πούμε. Ακούγεται σαν το βουρτσίζω και τότε θυμίζει το ότι μπερδέψαμε την πούτσα με την βούρτσα. Και λοιπά. Πάντως είναι κάτι το τρομακτικό, προφανώς. Γιατί την πούτσισες μόνο όταν έχεις βρεθεί σε απόλυτο αδιέξοδο με οδυνηρές συνέπειες. Οι λοιπές ή συμπληρωματικές ερμηνείες ανήκουν στον μαστρο-Φρόυντ.

- Μαλάκα, την πουτσίσαμε, έρχονται οι γέροι σου!
- Γρήγορα, βγες έξω στο μπαλκόνι!
- Κι αν δεν φύγουν αμέσως πάλι;
- Ε, τότε, μεγάλε, την πούτσισες, θα κάτσεις έξω όλη νύχτα...

Δες και τη γάμησες, ψωλιάζω κάποιον.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία