Επιδίδομαι σε ερωτικές αταξίες, μπερμπαντεύω, ερωτοτροπώ.

Στο Λεξικό Μπαμπινιώτη δίνεται η εξής ετυμολογία: Από το αρχαίο σιληπορδώ με τσιτακισμό, όπου το β' συνθετικό είναι η λέξη πορδή. Για το πρώτο συνθετικό, άλλοι λένε ότι πρόκειται για τον αρχηγό των Σατύρων Σιληνόν, ενώ άλλοι για το ρήμα τιλώ = έχω διάρροια.

Έχει ηνταρίσει ο Επαμεινώνδας κι ακόμα τσιλημπουρδίζει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φλερτάρω και περιπτύσσομαι ερωτικά κατ' εξακολούθηση, συνήθως χωρίς σοβαρό σκοπό. Χρησιμοποιείται μειωτικά. Γράφεται και τσιλημπουρδίζω (το β' συνθετικό -μπουρδίζω, δέν σχετίζεται με το μπούρδα, αλλά μάλλον με το πορδίζω).

– Τον Φούλη και τη Φούλα τους βλέπω να βαράν διαζύγιο που λες...
– Γιατί;
– Ε άμα αρχίσει ο άντρας τα τσιλιμπουρδίσματα... Κάθε βράδυ και με άλλη τσούλα τριγυρνάει ο Φούλης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαζολογώ, κάνω μαλακίες, φέρομαι βλακωδώς.

Μετά από δυό ποτά η γκόμενα αρχίσε τα τσιλιμπουρδίσματα και καταλάβαμε όλοι τι μυαλά κουβαλάει κι αυτή και οι φίλες της.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε