Ταλαιπωρώ αφάνταστα, φέρνω σε άθλια κατάσταση, καταφέρω ισχυρό πλήγμα. Συνηθέστερα, πλακώνω κάποιον στο ξύλο.

Συντάσσεται με γενική:
«μου άλλαξαν τον αδόξαστο»
«του αλλάξαμε τον αδόξαστο»

Συναφή: αλλάζω τα φώτα, αλλάζω τα πετρέλαια, κ.τ.ό.

Μας άλλαξε τον αδόξαστο αυτό το μεσοπρόθεσμο, γαμώ το ΔΝΤ τους μέσα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία