Τὸ φέρνω ἐδῶ δὲν ἔχει τὴν κανονική του σημασία (κομίζω τι, (ὑπο)βαστάζω τι, εἶμαι ὑπόθεμα τινός), ἀλλὰ τὴν ἀργκοτική του ἔννοια, ποὺ σημαίνει συμπεριφέρομαι σάν, πρόσκειμαι σέ, ἔχω τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ, τὰ ὁποῖα ὅλα μαζὶ συμποσοῦνται σὲ ὁμοιάζω μέ.

Ἡ σύνταξι εἶναι φέρνω (λιγάκι) σὲ Αἰτ.

Ἀπὸ τὴν ἔρευνα (καὶ καλά) στὸ http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/ προέκυψαν καὶ πολλὲς συνθέσεις τοῦ φέρνω, ὡς δευτέρου συνθετικοῦ, στὶς ὁποῖες ἔχει πάντα τὴν ἀργκοτικὴ σημασία, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ γυροφέρνω (φέρνω γύρους, μία ἀκόμη παράπλευρη σημασία), (κουτσο)καταφέρνω (ὅπου ἐν κατακαυλίδι σημαίνει [προσ, εισ]φέρ[ν]ω ἀποτέλεσμα), λογοφέρνω (εἰσφέρω λόγους σὲ φιλονεικία, μπερχαμά κλπ), ξαναφέρνω (ἡ κυρία σημασία ἐπαναληπτικῶς), συνεφέρνω (φέρνω στὰ συν-καλά του κάποιον) καὶ συμφέρ(ν)ω (ἔχω ἰδιοτελὲς διαφέρον διά). Ἡ σημασία τοῦ φέρνω στὸ γυροφέρνω ἀπαντᾶται καὶ στὸ φέρνω βόλτα (καταφέρνω, κουλαντρίζω, βλ. ὁρ. 2), τὸ ὁποῖο ὅμως δὲν ἀπαντᾶται ἐν συνθέσει (βολτοφέρνω).

Ἔγραφον μὲ τὴν ἐνθάρρυνσι καὶ συνεισφορὰ τοῦ Βικός.

Ὁ Τάκης φέρνει (λιγάκι) σὲ ἀδελφή=ἀδελφοφέρνει, σὲ πούστη=πουστοφέρνει (βλ. λῆμμαν) κλπ.

Σε γεύση φέρνει λιγάκι σε μουσταλευριά, αλλά είναι πολύ πιο ελαφρύ, σου θυμίζει περισσότερο σταφύλι. Και βέβαια είναι πιο … (Ἀπὸ ἐδῶ http://www.stoapeiro.gr/archives/tag/%CE%BA%CF%8D%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%82)

Φέρνει λιγάκι σε τραβέλι ή είναι η ιδέα μου; (από allivegp, 18/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε