αλάλητο: Το κουράδι, το κοπάδι που δεν το οδηγεί ο βοσκός.

- Καλά ε ... ό,τι νά 'ναι .. κοίτα πώς πάνε! - Έλα ρε το κοπάδι είναι αλάλητο!

αλιτριβιδιάρης: εργάτης σε ελαιοτριβείο

βαροκαμπανεί: μικρό μέγεθος, μεγάλο βάρος.

- Είναι καλά τουτανέ τα κάστανα,και βαροκαμπανούνε.

καβούσι: στέρνα, γουρνίτσα στη γη

καργάτζουλας: Το ζωύφιο που όταν δαγκώσει μπορεί να επιφέρει και θάνατο. Ο σκορπιός.

- Για να δούμε ήντα θα κάμει αυτός ο καργάτζουλας φέτος, θα τις μαζέψει τις ελιές... (ο σιμισιακός).

Κορδοκώλι Το παντελόνι

- Έβρηκα ένα μαγαζί με απίστευτα κορδοκώλια, τεφαρίκι.

Κουβαλές: Ο μεταφορέας.

Πές στον κουβαλέ να μας κουβαλήσει τουτανε τα δοχεία λάδι στο πρακτορείο.

κουρκούτσα: χελώνα

κτηματσέρο: το γαϊδούρι (Χανιά Κρήτης).

- Που πήγε πάλι αυτό το γαϊδούρι...αμ γιαυτο λένε κάλιο γαιδουρόδενε παρά Κτηματσεγύρευε.

λούπης: αρπακτικό όρνιο

μαλιτζέβελη: ε ευέλικτη, ευκολομεταχείριστη.

- Έτσι που είναι μικροκαμωμένη η Ντέπη... ειναι μαλιτζέβελη στο σέξ.. ρε φίλε ναούμε, τη γυρνάς απο δω, τη πετάς πάνω, τη βάζεις κάτω, οτι θέλεις την κάνεις.. χωρίς δυσκολία.
- Σώπα ρε.. α η Mπέτη!!! πούναι χρόνια στο κουρμπέτι... αχαχαχα

ματσιπέτι: το πέτρινο διάζωμα ταράτσας.

- Εκειά στό Ματσιπέτι να το θέσεις να το βλέπει ο ήλιος.

μισμιτζής: ο μίζερος, ιδιότροπος,ο επιλεκτικός ειδικά στο φαγητό (Χανιά Κρήτης).

- Ηντα νε τουτανά μωρέ Μισμιτζή...ουτε το κουνέλι στιφάδο δε σαρέσει;
Ε φάε τότε χοχλιούς μπουμπουριστούς...α στο καλό.

μουρμού: κράτα το στόμα κλειστό, τουμπεκί, μην μαρτυράς, μην με προδίδεις.

- Εκεί που θα πάμε τώρα, θα πω μερικά ψώματα... Εσύ μουρμού.

μπιλούρι: είσαι ολοκάθαρος, αστραφτερός.

- Έγινες μπιλούρι.

μπλαστρακίδα:το ένα κολλημένο στο άλλο

νταμπής: σερβιτόρος

όθεν εκειά: Προς τα εκεί, σε εκείνο το μέρος.

- Ούλο το απόγευμα η θυγατέρα του στη καφετέρια ήντονε. Μάνισε ο κύρης της και της λεει: Μην ξαναπάς όθεν εκειά κακομοίρα μου, γιατί θα χουμε άσχημα ξεμπερδέματα.

πιλατεύω: βασανίζω, ενοχλώ

πρεδευτάρης: ο κλεφταράκος, συνήθως ζώον και όχι άνθρωπος.

- Ο Σταχτούλης, είναι καλό και ήμερο γατί, αλλά είναι πρεδευτάρης.

ρούκουνας: Η γωνία.
Θα πας εκεία, μετά το ρούκουνα θα βρεις το μαχαλά του καλατζή, πήγαινε του τούτονα να το γανώση.

σάντολο: το βαπτιστήρι,ο βαπτισιμιός (Ηράκλειο Κρήτης).

Χαρώτο, το σάντολο μου, αντράκι έγινες.

σκλώπα: κουκουβάγια

τσιφίδια: μεγάλα καλάθια με ψάθα

φαμέγιος: υπηρέτης

χαλιμανταριό: πουταναριό

Βλ. μανιτζέβελος, μαϊτζέβελο, ματζόβολο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία