Εντελώς, τίγκα, απολύτως, τέζα. Από το αγγλικό full -και μάλλον μπήκε στη γλώσσα μας από τον όρο του χαρτοπαιγνίου (φουλ του άσσου κι έτς).
Παράγωγες εκφράσεις:
«στο φουλ»: όσο δε μπάει άλλο
«φουλ τα γκάζια», δηλαδή, πέρα από το κυριολεκτικό (σανιδώνω κλπ): σε φουλ εγρήγορση. Κάποιο καυλόγκαζο του σάη ας το κάνει αυτόνομο λήμμα περδικαλώ, ευχαριστώ.
- Θες άλλο;
- Ευχαριστώ όχι, είμαι φουλ.- Το γεμίζω;
- Φουλ.- Ο Τάκης καλά;
- Φουλ ερωτευμένος. Τον έχουμε χάσει τελείως.Σε φουλ ρυθμούς Ίβιτς, Έτο...
Ερωτικα βοηθηματα για απόλαυση στο φουλ!
(παραδείγματα δανεικά και μη)