Λέξη με πολλές ερμηνείες.

Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του «πατώνω» ήταν το 1925, όταν και το τραγούδησε ο Γιάννης Στυλιανόπουλος, σε μουσική Γρηγόρη Κωνσταντινίδη και στίχους Αιμίλιου Δραγάτση. Το κομμάτι έγινε γνωστό από την επιθεώρηση «Πρωτευουσιάνα του 1925» του θεάτρου Κεντρικόν (οδός Κολοκοτρώνη) με τον θίασο Νίκου Γονίδη. Το επανέφερε σε remake ο ηθοποιός Τάκης Μηλιάδης την δεκαετία του '60.

Χρησιμοποιείται στις παρακάτω περιπτώσεις:
1. Κυριολεκτικά: Ρωτώντας τον άλλο αν πατώνει ή όχι στη θάλασσα.

2. Μεταφορικά: Για το αν έχει πιάσει κάποιος πάτο στα επαγγελματικά, τα αισθηματικά του κ.ο.κ. (λινκ)

3. Σεξουαλικά: Σε όσες θέλουμε να σκίσουμε τον πάτο ή στο ρητορικό ερώτημα για το αν το πέος μας πιάνει πάτο ή όχι. (λινκ «να κρατήσω κόντρα για να την πατώνω την πουτάνα»)

4. Μεταφορικά: Για να δηλώσει ότι το άτομο τα έχει χαμένα. (λινκ)

  1. - Γιωργάκη, μη πας πιο βαθιά. Εκεί που είσαι πατώνεις;

  2. - Τώρα που σε ρήξανε στο Περιφερειακό για τα στημένα, πατώνεις; Η έχει και πιο κάτω ο πάτος σου;

  3. - Μωράκι μου ...πατώνεις;
    - Ναι καύλα μου, μέχρι κάτω.

  4. - Ρε τούβλο, πατώνεις; Τι μαλακίες πας και λες στη κοπέλα μου;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία