Στα καλιαρντά, είναι ο τόπος ο γεμάτος με τζιναβοτούς , δηλαδή με ομοφυλόφιλους. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο κλασσικό βιβλίο του Τα Καλιαρντά ορίζει ως Τζιναβότοπο το Λονδίνο, που θεωρείτο (μιλάμε για μέσα του 20ού αιώνα στο περίπου) ως η κατ' εξοχήν gay-friendly πόλη, τίγκα στις αδερφές κιέτσ', σε παραδειγματική αντίθεση προς το Παρίσι, που είναι ο Μουτζότοπος, δηλαδή η πόλη με τις ωραίες γυναίκες- μουτζές και πόρνες. Ο όρος, όμως, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλες Μέκκες του γκεϊλικίου και προορισμούς εμιλουγκρέδων. Λ.χ. τζιναβότοπος είναι η Μύκονος, που αποκαλείται και Τζιναβονήσι.

Το ρήμα τζινάβω είναι κατά τον Πετρόπουλο μάλλον «γύφτικης αρχής» και έχει ένα μεγάλο φάσμα σημασιών, όπως καταλαβαίνω, νιώθω, πονηρεύομαι, οπότε τζιναβοτός είναι ο πονηρεμένος, ο μυημένος στον τζιναβόκοσμο.

ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΟ ΤΖΙΝΑΒΟΝΗΣΙ Του Τέου Ρόμβου

Είναι ξελογιάρα, και γω αβέλω μπάκολο για τον τζιναβότοπο, τζάκα πηγαίνουν αδερφές για να δικέλουν σερμελιές, και όπως πάντα αβέλει κοντορελιά. Πρώτα δικέλω για τσαρδί to let κι ύστερα ν’ αβέλω λούνι, τέλος πουλοβιδώθηκα τζάκα λούτσια σ’ ένα χαλότσαρδο για να προχαλέψω κατιτίς. Παρήγγειλα φρίσο και κει που έχαλα, δικέλω ντικ μια γκουρουμωτή τσαρδόφατσα που τζουρντάρει και με καρκαμπινιάζει. Τεκνό τα μπουτ λατσό, χρυσό καγκελοκλόκι και χρυσό τσαρδόγυαλο και στο σλιπολούνι μπόλικη φωτογένεια. (Αποκατέ).

(από Khan, 18/02/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία