Κουλουμπούρδας ή κουλομπούρδας.
Σύνθετη λέξη από το κουλός και το μπούρδας. Χρησιμοποιείται απαξιωτικά για κάποιον που τυχαίνει να είναι ανίκανος να χειριστεί κάτι ή κάνει ανοησίες / μπούρδες ή βεβαίως και τα δύο, οπότε και είναι πιο εύστοχος ο χαρακτηρισμός.
Υπάρχει ωστόσο και ο κωλομπούρδας, όπου δίνουμε έμφαση στις ανοησίες που κάνει ο χαρακτηριζόμενος, υποβαθμίζοντάς τον κι άλλο χρησιμοποιώντας το κωλό-
(ακόμη είναι και μια λέξη με 3 ου...)
- Τάκηηηηη!! Ε... Τάκηηη!!! Πιάσε το σταυρό και την καστάνιααα..!
- Α... α.... αυτό λες Μαστρομήτσο;
- Όχι, το ίσιο το σταυροκατσάβιδο λέωωω ρε τραχανά!!...τσ...τσ...τσ..
- Ε... έρχομαι.... γκντάαπ... γκούπ... τσινγκ...τσινγκ...τσίνγκ....
- ΚΟΙΤΑ ΤΟΝ ΑΧΡΗΣΤΟ!! τα έριξες ρε κουλουμπούρδα!!