Αρπάζομαι, τουρμπίζομαι, μπινελικώνω, φασκελώνω, κατεβάζω καντήλια και ρίχνω και κάνα ξυλίκι μετά μουσικής.

Βλ. και. μανούρα.

- Μα τι σκατα τι θέλουν την πόρσε στην ΕΛλάδα οι ποζεράδες;...τρελαίνομαι να τους μανουριάζω πάνω απ το παπάκι όταν περνάμε απο δίπλα τους...τρελαίνονται κι αυτοί, θιγονται, μου κορνάρουν και βριζουν.
(εδώ)

- Βράδι φεύγω από την δουλειά και κάτι παρόμοιο γίνετε με έναν οδηγό ταξί και έναν καγκουράκο με παπί. Θα σου κάνω, θα σου δείξω, θα μου κλάσεις πιτσιρικάς με το παπί μέσα στην Κ*%@(λα τραβάει μπουκέτο στον ταξιτζή και του ρίχνει αρκετές. ΣΥνέχεια; Μπαίνει ο ταξιτζής στο αμάξι βγάζει ένα ωραιότατο οπλάκι και ευτυχώς δεν τον χρεισιμοποίεισαι. Ου μπλέξεις. Προσωπικά έχω σταματήσει να μανουριάζω στον δρόμο. Σίγουρα θα γίνουνε στραβές αλλά αφού δεν έχω χειρότερα, χτυπήματα και τέτοια, ο καθείς στον δρόμο του και όλα καλα.
(εκεί)

(από Vrastaman, 19/07/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία