Από το νταλκάς (< τουρκικό dalga) και το τεκνό. Είναι στα καλιαρντά το τεκνό για το οποίο νιώθει κανείς καημό, οπότε είναι ένας κατά το μάλλον ή μπήχτον μόνιμος σύντροφος.

  1. - Βγαίνετε με τον πλεζουρίνο ; - ειμαι το νταλκαρετεκνο της πουρούλη.. (Από διάλογο σε μπουρδελοσάη).

  2. Ποιος να του’ δινε; Ποιος να τον ζούσε; Η μάνα του που’ τανε πλύστρα η φουκαρού; Ο πατριός του; Τον χαρτζιλίκωνα κάπου κάπου για να’ ναι λίγο σουλουπωμένος. Αφού τα’ χαμε ταιριάξει. Σαν αρραβώνας ήταν αυτό, εφόσον τον είχα για νταλκαρέτεκνο. Έπρεπε να βγαίνει σένιος στην πιάτσα. Γιατί μας αρέσει κι η φιγούρα. Θέλουμε να είμαστε μπάνικοι, να μας γουστάρουνε οι φίλοι μας, να μας ζηλεύουνε οι εχθροί μας. Λατσά! Πέντε μήνες τα είχαμε. (Αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία