Εκ των γαμοσλανγκοτέτοιων συστατικών θεο- και -ιλα (με την καλή έννοια εδώ), σημαίνει κάτι το θεϊκό, το ανύπαρκτο, το πολύ καλό, έξυπνο, σκληρό και ανπαίκταμπλ. Χρησιμοποιείται κυρίως για έξυπνες ατάκες, για έργα τέχνης και προϊόντα τεχνικής και για ό,τι θεϊκό.

Πάσα: Mr Cadmus.

  1. Συνθήματα θεϊλες γραμμένα σε τοίχους (Εδώ).

  2. Το βιντεάκι είναι γτπ αλλά το τραγούδι θεΐλα (Τζήζαντας στο λήμμα κάργια).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία