Μία από τις πνευματικές -ίλες, που βρωμάνε εξίσου ή και περισσότερο από τις σαρκικές (πρβλ. και κορεκτίλα). Είναι η συμπεριφορά του να θεωρείς τον εαυτό σου πνευματικά, ηθικά κ.τ.λ. ανώτερο από τους άλλους, όπως ο φαρισαίος από τον τελώνη, και να είσαι ωσεκτουτού σνομπαρία και αφ' υψηλού. Συναντάται και σε άτομα με υπερκουλτουρίαση, αλλά και σε όσους κραδαίνουν την πολιτισμική, φυλετική ή άλλη υπεροχή τους.

Συνήθως στις εκφράσεις πουλάω ανωτερίλα και το παίζω ανωτερίλα. Σημειωτέον ότι οι δύο αυτές φράσεις δείχνουν να υποδηλώνουν ότι δεν πρόκειται για δικαιολογημένη ανωτερίλα, αλλά περισσότερο για υπεραναπλήρωση αδυναμίας. Πουλάμε ανωτερίλα για να εκθαμβώσουμε τους άλλους και να μην προλάβουν να θίξουν τα αδύνατα σημεία μας.

  1. εγω το λεω απο την αποψη οτι το θεμα ειναι οικονομικο και πολιτικο,οχι ποιανου ο προγονος την ειχε μεγαλυτερη.
    με ποιο δικαιωμα ο καθε απαιδευτος κατσιβελος θα πουλησει ανωτεριλα σε εναν ευρωπαιο απλως λογω καταγωγης;
    τι σχεση εχει ο μεσος καραμπαμποελληνας με το πνευμα του αριστοτελη; (Εδώ).

  2. αυτη η ανωτεριλα και το κυριλικι θα μας φαει στο τελος... (Εδώ).

  3. Δεν το «παιζω» ανωτεριλα. Ειμαι ανωτεριλα, σε σχεση με τους περισσοτερους απο τους εξαρτημενους απο τα ναρκωτικα. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία