(θηλυκό: καταπιόλα) Αυτός / -ή που καταπίνει σπέρμα.
- Γλείφ' τα από χάμου, (μωρή) καταπιόλα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε 2006-09-08 05:38:10+00:00 Τελευταία επεξεργασία 2015-05-08 18:24:11+00:00
Ξέχασα τον κωδικό μου!
Επιλέγοντας "Εγγραφή" παρακάτω συμφωνείς με τους Όρους Χρήσης και την Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.