Η καλιαρντή λίγο-πιο-μεγάλη λέξη για το κρεμιέμαι στην βακουλή = Εκκλησία, δηλαδή παντρεύομαι με βακουλοπουρό και με κρεμαλότεκνο και χάνομαι (μέχρι νεωτέρας) από τον κόσμο των τζιναβωτών.

Μουτζωτός ήταν πάντοτε, στο τέλος βακουλοκρεμάστηκε με ένα μουτζό με μπουτ μπερντέ και χάθηκε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε