Ρηματική έκφραση που εμφανίζεται πάντα στον αόριστο και θυμίζει κροάτη τερματοφύλακα. Χρησιμοποιείται κυρίως ως λέξη μπαλαντέρ σε στιγμές αδυναμίας προσδιορισμού της κατάλληλης λέξης. Έχει συνήθως αρνητική σημασία.

  1. Πωωω, μαλάκα, πλετήκωσα... Έφαγα κοντά ένα ταψί...

  2. - Άσε μαλάκα σκατά τά 'κανα, βγήκα με την άλλη και πλετήκωσα...
    - Τι πλετήκωσες ρε χαλβά; Έτσι σου 'πα γω να κάνεις;

Croatian goalkeeper Stipe Pletikosa (από allivegp, 26/06/09)

βλ. και έγκωσα, ερέντηρα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία