Μολύνω. Μαγάρας, μεταφορικά, για άνθρωπο που κάνει κουτοπονηριές και απατεωνιές.

  1. Μη φας το τυρί, το έχουν μαγαρίσει οι μύγες.

  2. Ο βρωμιάρης φίλησε το παιδί στο μάγουλο και το μαγάρισε.

  3. Μη κάνεις παρέα με αυτόν, είναι μεγάλος μαγάρας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία