Αυτός που φοβάται πολύ. Στον πληθυντικό κιοτήδες, στον αόριστο κιότεψα.

  1. Μόλις είδαν τους τούρκους κιότεψαν.

  2. Γυρίστε πίσω ρε κιοτήδες.

  3. Είσαι μεγάλος κιοτής, τράβα μπροστά ρε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία