Ελαφρά ζαλάδα, αίσθηση αδυναμίας.
χαημάρα < χαημός < χαμός (χάνομαι)
- Αισθάνομαι μια χαημάρα σήμερα, δεν ξέρω τι φταίει. - Κάτσε στη καρέκλα λίγο να μη πέσεις.
Ελαφρά ζαλάδα, αίσθηση αδυναμίας.
χαημάρα < χαημός < χαμός (χάνομαι)
- Αισθάνομαι μια χαημάρα σήμερα, δεν ξέρω τι φταίει. - Κάτσε στη καρέκλα λίγο να μη πέσεις.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!