Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ελληναράδων:

  • Σε αντιδιαστολή με το πάντα αρνητικό ζενεσεκουά του ελληνάρα, ο ελληναράς (όπως κι ο πουτσαράς) ενίοτε εμπεριέχει τη θετική αύρα του πολύ Έλληνα: μπεσαλής, φιλόξενος, φιλότιμος, πατριώτης, ψυχάρα, κ.ταλ.
  • Συχνότερα όμως ο ελληναράς ταυτίζεται με ότι αρνητικό στερεότυπο αποδίδεται στον ελληνάρα: εγωιστής, φωνακλάς, κλανιάρης, φραπέλληνας, σοβινιστής, κρατικοδίαιτος, κ.ταλ.Βλ. την ενδιαφέρουσα συζήτα στα λεξιλόγια.

1.
Ωραίος ο Τσίπρας που πιθανότατα δεν έχει πατήσει ποτέ το πόδι του στην Ακρόπολη να το παίζει τώρα πιο Έλληνας από τους άλλους. Ολοι οι υπόλοιποι είναι ανθέλληνες και προδότες και αυτός είναι ο Ελληναράς, ο πατριώτης που δεν πουλάει την Ακρόπολη. Η αναίδεια σε όλο της το μεγαλείο.

2.
Με 250 χιλιάρικα γίνεσαι Ελληναράς.

3.
Σφακιανάκης: Ο… Notis ο Ελληναράς, είναι πολιτικό ον και ψηφίζει… Χρυσή Αυγή!

  1. ελληναρ|άς <-άδες> [ɛlinaˈras] SUBST
  • ελληναράς (σοβινιστικός άνθρωπος): chauvinistischer Grieche
  • ελληναράς (με θετική σημασία): echter/richtiger Grieche
  • ελληναράς (ειρωνικά): toller Grieche

(γερμανός μεταφραστής, εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία