Ανήκει στο ιδίωμα του Διαδικτύου, ιδίως σε φόρα και κοινωνικά μήντια. Συνδυασμός των τρολάρω και λολάρω, λέγεται για ένα τρολ που ασκεί την δραστηριότητα της τρολιάς γελώντας χαιρέκακα με τα καμώματά του ή προκαλώντας γέλιο και στους άλλους, στην περίπτωση που διαθέτει καλό χούμορ παρά την όποια κακοπροαίρετη και κακεντρεχή δράση του.
Πιο συνήθης από το ρήμα είναι το επιφώνημα τρολόλ με το οποίο κάποιος ταυτόχρονα λολάρει, αλλά και δηλώνει ότι θεωρεί τη λολαδερή παρέμβαση άλλου χρήστη ως προσιδιάζουσα σε τρολ. Όπως το ορίζει ευσύνοπτα το Urban Dictionary τρολόλ είναι να λολάρεις στο τρολάρισμα του άλλου. Αυτός που κάνει τρολόλ βέβαια κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ως συμπαθών προς το τρολ.