Υβριστικός χαρακτηρισμός. Πιθανώς με την επιρροή του αγγλοαμερικανικού «motherfucker».

Στις βρισιές μετρά μάλλον η δύναμη της προσβολής και του σοκ που προκαλούν παρά η κυριολεκτική τους σημασία. Θα μπορούσαμε, ωστόσο, να αναπτύξουμε ότι ο «γαμώμανος» είναι είτε αυτός που γαμά τη μάνα του, είτε αυτός που η μάνα του γαμιέται γενικότερα, είτε αυτός που η μάνα του γαμιέται από τον υβριστή.

Βλ. και γαμομανάς.

  1. Από εδώ:

Ελπίζω όποιος γαμώμανος γράψει μαλακίες για την ήττα χθες στο τσατ να φάει μπαν. Από την ζωή.

  1. Από εδώ:

Ψόφα γαμώμανε και άλλαξε όνομα στη σελίδα.. ξεφτίλα..

  1. Από εδώ:

8 Μαρ. 2009 ... ELA MIA MERA APO XOLARGO MERIA GIA KAFE GAMOMANE ..... epaize otan tn petuxe o psilos stn paro kokoko kwlogayroi mounia...gate13 ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία