Η δια χειρός, δια στόματος ή δι' οιασδήποτε ετέρας μηχανικής μεθόδου επαυνάνισις της πούτσης ή του μουνέττου, ίνα προκληθή πυκνόρρευστος πλημμυρίς ερωτικού γλεύκους (βλ. ψωλόχυμα, μουνόχυμα).
Χαρακτηριστικό φραπέλημμα του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου που εξακολουθεί να πάλλεται, να σφύζει και να δονείται.
1.
Ομιλούμε κύριοι η Ματμαζελίτσα είναι δια μέγιστη ΣΠΕΡΜΑΝΤΛΗΣΗ! @!jo @!jo @!jo @!jo @!jo @!jo @!jo @!jo
2.
Σάλιο για γκόμενα δεν υπάρχει... μόνο η χήρα με τα πέντε ορφανά για τη σπερμάντληση.