Σύνθετη λέξη από τις λέξεις καριόλης και πούστης. Υποείδος της συνομοταξίας των στη-πού. Ο καριολόπουστας συνδυάζει τις ποταπές ιδιότητες:

1) Ενός στη-πού κατά κύριο λόγο μεταφορικά (μπαμπέσης, καθίκι, ύπουλος κτλ) και σε σπανιότερες περιπτώσεις κυριολεκτικά (πισωγλέντης, αδερφή νοσοκόμα κτλ.).

2) Ενός καριόλη (ξανά μπαμπέση, ανήθικου τύπου κτλ).

Συνηθίζεται να αποκαλούν κάποιον καριολόπουστα όταν είναι ιδιαίτερα μισητός και τις περισσότερες φορές θα το ακούσει κάποιος να ακούγεται όταν ψιλοανεβαίνουν οι τόνοι σε μια συζήτηση για πολιτικά, αθλητικά κ.α. Είναι μια καθαρά καφενοβιακής κοπής λέξη. Το ατού της είναι ότι είναι πιο «χορταστική», πιο «γεμάτη», πιο ικανοποιητική (για τον πομπό) όταν ειπωθεί από ένα καριόλη ή ένα στη-πού σκέτο ακριβώς γιατί εξαπολύει περισσότερη αρνητική ενέργεια στην γύρω ατμόσφαιρα αλλά και μεγαλύτερο πλήγμα στον δέκτη (αν είναι κάποιος εκ των παρευρισκομένων και όχι κάποιο πρόσωπο στην τηλεόραση ή που δεν είναι παρών φυσικά).

Υποκοριστικό του καριολόπουστα είναι το «καριολοπούστρικο» (σπανιότατη λέξη για νεαρό ή ενοχλητικό μούλικο). Η αντίστοιχη εκδοχή του καριολόπουστα όταν πρόκειται για κάποιο θήλυ είναι το «καριολόμουνο», το «καριολομούνικο» (υποκοριστικό για πολύ νεαρό θήλυ), το «καριολοπούτανο» κ.ά.

  1. -Ρε συ τα ίδια και τα ίδια γαμημένα γερόντια παίζουν στην Εθνική Ελλάδος. Τα ίδια και τα ίδια με αυτόν τον καριολόπουστα τον ... .(κάποτε λέμε τώρα).

  2. -Πω ρε φίλε χθες βράδυ ήρθαν επίσκεψη μια συνάδελφος της δικιάς μου και έφερε κι ένα καριολοπούστρικο μούλικο μαζί της. Δεν έκατσε λεπτό. Μας έπρηξε όλο το βράδυ τ' αρχίδια πάνω κάτω.

  3. -Τι κοιτάς ρε φίλε; Χάζεψες με τις γκόμενες.
    - Κοιτάω πόσο μα πόσο καριολοπούτανα είναι. Κοντή φούστα το καταχείμωνο ρε αν είναι δυναμόν που λέει κι ο Γεωργίου.

(από Mpiliardakias, 05/02/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία