Εξελληνισμένος όρος για την γνωστή τακτική του mosh pit που γίνεται στις μπροστινές σειρές κατά τη διάρκεια συναυλιών metal, punk, hardcore και τα λοιπά.
Περιλαμβάνει άνοιγμα χώρου μπροστά στη σκηνή και μετά ξύλο με αγκωνιές κυρίως.
Εξελληνισμένος όρος για την γνωστή τακτική του mosh pit που γίνεται στις μπροστινές σειρές κατά τη διάρκεια συναυλιών metal, punk, hardcore και τα λοιπά.
Περιλαμβάνει άνοιγμα χώρου μπροστά στη σκηνή και μετά ξύλο με αγκωνιές κυρίως.
Βλ. και σχιζοφρένεια. Σχετικά: τρώω ξύλο, πέφτει ξύλο, βρωμόξυλο, ξύλο μετά μουσικής, το, της αρκούδας, ξύλο της χρονιάς, το, ταβερνόξυλο, βαράτε, το,κλωτσομπουνίδι. Σύγκρινε και με: δεν θα μείνει κολυμπηθρόξυλο
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!