Καλιαρντή λέξη εκ του τεκνό και του χορχόρα (=φωτιά), οπότε σημαίνει τον αξιαγάμητο πυροσβέστη.
Άσε που ποιος νοιάζεται να μάθει. Ἐχω γνωρίσει κι έναν τεκνοχορχόρα πολύ γκούρμπαντο τελευταία. (Αποκατέ).
Καλιαρντή λέξη εκ του τεκνό και του χορχόρα (=φωτιά), οπότε σημαίνει τον αξιαγάμητο πυροσβέστη.
Άσε που ποιος νοιάζεται να μάθει. Ἐχω γνωρίσει κι έναν τεκνοχορχόρα πολύ γκούρμπαντο τελευταία. (Αποκατέ).
Βλ. και χορχορότεκνο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!