πσεκασμένος, πcεκαcμένοc

Πσεκασμένος: επιμελώς ψεκασμένος ανορθογραφισμός του ψεκασμένος, ο οποίος ρωμιοσυνιστί (κι εντελώς τερματισμένα) γράφεται και πcεκαcμένοc.

Αναφερόμεθα στις ανίατες περιπτώσεις συνομοσιόκαβλων (απόγονων των Αφελίμ, ελλαδεμπόρων, χριστιανοταλιμπάν, κ.ά. ψεκασμένων Ελλήνων) που πιστεύουν ότι οι οχτροί (γερμανοί, αμερικλάνοι, ρώσοι, μνημονjιακοί, νεοφιλελέδες, σιωνιστές, φράγκοι, αγαρηνοί κ.ά. ελβετόψυχοι) μας πσεκάζουν κανονικά προκειμένου να μας καταστήσουν πειθήνια νεοτάξ προβατάκια.

1. Ολοι αυτοί οι πατριδόκαβλοι, οι πσεκασμένοι, οι χριστιανοί, έχουν εφεύρει μια συνωμοτική γλώσσα για να αναγνωρίζονται μεταξύ τους.

2. Εδώ ο πσεκασμένος χτές έλεγε για Κούγκι ρε. Και οι απέξωέψαχναν να βρουν «What's Kougi

3. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν σχεδόν όλα τα αντιπολιτευτικά κόμματα παίρνουν θέση ευθέως υπέρ των δανειστών∙ όταν οι εγχώριοι φιλελέδεςδημοσιολογούντες ειρωνεύονται (ή τέλος πάντων προσπαθούν με τον γνωστό αποτυχημένο τρόπο τους να ειρωνευτούν) οποιονδήποτε τάσσεται υπέρ της ελληνικής κυβερνητικής προσπάθειας για διαπραγμάτευση, ακόμη κι αν αυτός είναι νομπελίστας και όχι πσεκασμένος

4. Οι Ναζί, οι Κομμουνιστές (μόνοι έντιμοι μέσα στην παραζάλη και την ανοησία τους φυσικά), οι πσεκασμένοι που έδωσαν ρεσιτάλ βλακείας και χυδαιότητας όλο αυτό το τελευταίο διάστημα

5. Πσεκασμένοι Παπανδρεϊκοί… άλλο φρούτο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία