Καλά είναι δυνατόν να λείπει αυτό; Κόβω λάσπη σημαίνει ότι φεύγω γρήγορα, την κάνω, σπάω, εξαφανίζομαι. Λέγεται περισσότερο όταν η κατάσταση μυρίζει μπαρούτι και θέλουμε να ξεφύγουμε. Μπορεί όμως και να πούμε απλά ότι φεύγουμε. Σαν εντολή κόψε λάσπη σημαίνει και φύγε γρήγορα (αλλιώς την πούτσισες).

Πιθανή εξήγηση, όπως με το αυτοκίνητο όταν κάνει κανείς απότομα μεταβολή αφήνει σημάδια σε χωματόδρομο, έτσι εννοούμε ότι θα φύγω τόσο γρήγορα που θα κάνω σημάδια στον δρόμο, θα κόψω λάσπη.

(Μαθητές καπνίζουν κρυφά στις τουαλέτες, ενώ έρχεται ξαφνικά ένας καθηγητής προς το μέρος τους)
- Μαλάκες κόψτε λάσπη έρχεται ο Σπασαρχιδόπουλος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κόψε λάσπη. Κοινώς, «δίνε του».

α. (www.greekdivers.com) -Μεγάλε, άσ'τα αυτά, βγάλε το σκασμό και κόψε λάσπη μη πέσω και κάνω τον ψόφιο και σας σφάξουν όλους στο τάκα τάκα!!!

β. (archive.enet.gr) ...βάλε μέσα στην Tζάγκουαρ τη γυναίκα σου , τα παιδιά σου και την πεθερά σου και κόψε λάσπη , γιατί την Tρίτη θα γίνει μεγάλος σεισμός.

(από Cunning Linguist, 05/06/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία