Κυριολεκτικά: ο φαροφύλακας.

Μέχρι το μεσοπόλεμο οι περισσότεροι φάροι στον ελληνικό χώρο δεν λειτουργούσαν αυτόματα και απαιτούσαν την παρουσία ειδικού προσωπικού για τη λειτουργία τους. Ήταν οι φαροφύλακες ή φαναριέρηδες στην κοινή γλώσσα. Σήμερα με την αυτοματοποίηση των φάρων έχουν απομείνει ελάχιστοι.

Στο λήμμα ο όρος χρησιμοποιείται με μεταφορική έννοια, προϊόν της αχαλίνωτης φαντασίας του «Στεφάκια» (βλ.κώλο-μουνί και πρατιγάρω) και σημαίνει: κρατάω φανάρι με τη γνωστή σε όλους έννοια: διευκολύνω μιάν ερωτική συνεύρεση.

Πραγματικό περιστατικό, αρχές δεκαετίας του '70.
Ο Στεφάκιας ξεψαρίζει τα δίχτυα και βλέπει έναν γνωστο του, που είχε να τον δει κάμποσα χρόνια. Μετά τα συνηθισμένα «τι κάνεις» και τα σχετικά, τον ρωτάει:
«Τι έγινε την πάντρεψες την κόρη;»
«Όχι ακόμα, την αρραβώνιασα.»
«Α, κατάλαβα. Κάνεις το φαναριέρη!»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία