Κατατροπώνω, επιβάλλομαι σε κάποιον κατα κράτος, τον ξεφτιλίζω, τον διασύρω. Σε καπασίγμα, πανηγυρική και αυτάρεσκη ατάκα, που προφανώς προϋποθέτει κάποιου είδους ανταγωνιστικά συμφραζόμενα. Κυκλοφορεί όμως και στο παθητικό: γίνομαι τσόντα.

Δεν με καταλαβες για τον κοκκινο δρακο. Ειμαι αρκετα ποιο μακρια απο αυτο το σημειο. Απλα την ωρα που πηγαινα στην πεταλουδιτσα (επι ευκαιρια την εκανα τσοντα πραγματι σε 2 δοσεις και το club +5 μου) ο κοκκινος δρακος πλεον ΔΕΝ μενει σταθερος ποτε.

(από συζήτηση αρπιτζάδων, εδώ)


Με πουτανα αντιπαλος παιζω πολυτελειας
οι ριμες σου ειναι ο ορισμος της μαλακιας
η πουτσα μου κ αν στραβωσε εχω ακομα στυση
και ετοιμασου σκαει ο Παναγιο να σε γαμησει

Σε εχω κανει τσοντα μονος μου μικρε στα ταγκ
που ησουνα τοσο καιρο μηπως στο 9gag
εγω δεν ειμαι μαγκας μονο πισω απ το πισι μου
σου το χω ξαναπει δεν ξερω μην μπλεκεις μαζι μου

(χιπχοπάς, εδώ)


παρατα τα κατεβασματα και τρεχε με τσιτωμενο αμαξι........θα μας κανεις τσοντα

(αυτοκινητάκιας, εδώ)

Στην κυριολεξία, απ' την άλλη, σημαίνει βέβαια γαμάω κάποιον βρόμικα, σκληρά, χυδαία, πιο πρόστυχα πεθαίνεις, όπως έχουν μάθει τ' αγοράκια απ' τις τσόντες δηλαδή (για τα κοριτσάκια δέ λέμε, γιατί διαβάζουν και μπαμπάδες). Τυπικό κοκόρεμα γαμιάδων.

- Τί λέει αγόραρε;
- Χθεσινός ειμαι ρε μαλάκα.
- Ότι;
- Έπαιξε Φιφή χθές ρε.
- Οοοότι;...
- Ε έσερν' η κοπέλα, ήρθ' απ' το σπίτι, την έκανα τσόντα πάλι· μέχρι να ξαλαφιάσει, να φύγει ο τρόμος, να σταθεί παλι στα πόδια της χωρίς μετασεισμούς, να κάνει και αφρόλουτρο να φύγουνε τα χρώματα να ξεμπουκώσουν πάλ' οι πόροι να ξεμπλέξει και μαλλί απ' τα ζελέ και τα λοιπά, έ, ξημερώσαμε... τί θες να μάθεις δηλαδή;
- Τον ωροσκόπο της.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία