Ο καλοδιατηρημένος και κοτσονάτος ηλικιωμένος, ο λεβεντόγερος, εκ του λεβέντης και πουρό (<ρομανί phuro= γέρος).

  1. Από λεβεντοτεκνό έγινε λεβεντοπουρό. Τελικά σ αυτη τη χώρα όλοι απ το στούντιο του Προέδρου ξεκινήσανε καριέρα. (Περί Δημήτρη Στρατούλη εδώ).
  2. Κάνεις αρπαχτές με το πεθερό το λεβεντοπουρό, παίρνεις αλλα μπρατσέτα τη θεούσα τη πεθερά στην εκκλησία. (Από το zoo.gr)
  3. Τα θέλει ο ποπός σου μου φαίνεται.... Ασε το Πιερ τον πισωγλέντη και ρίχτα στο πεθερό το λεβεντοπουρό.

Mickey RourkeΤο πουρό έχει και τα όριά του

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία