μπεγεντώ, μπεγεντίζω

Μου αρέσει, γουστάρω, συμπαθώ στη ντοπιολαλιά της Κύθνου αλλά και άλλων περιοχών, όπως η Κρήτη (εδώ).

Ετυμολογία απο το τουρκικό beğenmek, με την ίδια έννοια (εδώ). Από την ίδια λέξη προέρχεται και το γευστικότατο χιουνκιάρ μπεγεντί (hünkâr beğendi). Για την ιστορία και τη συνταγή του δείτε εδώ.

Γιατί 'σουνα λεβέντισα, για δαύτο σε μπεγέντισα.

Τσάκισμα (ρεφραίν) από το "Χειμαριώτικο" σκοπό που τραγουδιέται και χορεύεται (όπως κι άλλοι στεριανοί σκοποί) ακόμα στην Κύθνο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία