1. Αξεσουάρ αυτοκινήτου / μοτοσυκλέτας.

  2. Τύπος μαλλιού, καθώς ο όρος πιο συχνά συναντάται σαν μαλλί-λασπωτήρας ή χαίτη-λασπωτήρας. Είναι η κουπ που συνδυάζει φράντζα και χαίτη, όπως για παράδειγμα ο Πάνος Μιχαλόπουλος, την δεκαετία του '80.
    Πιο πρόσφατα, άξιος εκπρόσωπος και φορέας του εν λόγω λουκ, ήταν ο Γιώργος Λεμπέσης (για κάποιους και ο Νίκος Κουρκούλης, αλλά πριν του μακρύνει τελείως το μαλλί).

- Ρε μαλάκα πώς είσαι έτσι; Άντε κοφ' την χαίτη - λασπωτήρα, εν έτει 2007!

- Ρε, είδες το γκολάκι που έβαλε ο Χ; - Ποιος απ'ολους ήταν αυτός; - Έλα ρε, το εξτρέμ, εκείνος ο ξανθός με το μαλλί - λασπωτήρα.... - Αααα....!

Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό, δες και χαιταίος

Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία