(ουσ.)
[κλάνω + οδός]

Ο επιτήδιος και ταυτόχρονα γνώστης της επικινδυνότητας των αερίων του που, για να μη γίνει δολοφόνος και ταυτόχρονα αντιληπτός από τους γύρω του, τη χωρίζει σε τρεις ή τέσσερις μικρότερες δόσεις και σαν πλανόδιος την αφήνει σε ισάριθμα πόστα.

Ο Νίκος ειναι γνωστός κλανόδιος. Πάλι καλά γιατί θα υπήρχε πρόβλημα αν τις άφηνε ολόκληρες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία