Τσιγκλάω = Πειράζω κάποιον, τον τζινάω.
Παράδειγμα: νας πω θα σιβαρέσου μημι τσιγκλάς άκσες;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε 2016-12-05 17:33:14+00:00
Ξέχασα τον κωδικό μου!
Επιλέγοντας "Εγγραφή" παρακάτω συμφωνείς με τους Όρους Χρήσης και την Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.