Τσιγκλάω = Πειράζω κάποιον, τον τζινάω.

Παράδειγμα: νας πω θα σιβαρέσου μημι τσιγκλάς άκσες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε