σακαρίμι = Ο διαλυμένος άνθρωπος λόγω γηρατειών ή αρρώστιας

Παράδειγμα: Μωρή Μαγδάλω, αυτό το σακαρίμ' θα πάρς;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε