Βρομόξυλο. Από το τουρκ. değnek= μαγκούρα, μπαστούνι και, κατά συνεκδοχή, μπερντάχι που ρίχνεται με το εν λόγω σύνεργο. Για βορειοελλαδίτικο το ξέρω. Εδώ στα νότια γιόκ, εκτός κι έχω χάσει επεισόδια. Ας πει κάνας Σαλονικιός.

Που τον θμυθκες και συ ορε [...]??????????? χιχιχιχιχι!!!!! Τι ντεγνεκι ειχε φαει εκει αυτος ομους

Το μοναδικό τρέχον ιντερνετικό εύρημα. Παλιότερα είχα πετύχει καναδυό φορές στο γούγλη άλλα παραδείγματα αλλά τότε βαριόμουνα να το γράψω, και μετά εξαφανίστηκαν.

[...] ήταν οι δυό καλύτεροι φίλοι του, μαζί απ' τη Μικρασία, που τα 'χαν πατήσει κι αυτοί τα ογδόντα, ογδονταπέντε χρόνια. Ήρθαν και κάθησαν σιωπηλοί στο μιντέρι. Άφησαν δίπλα τα ντεγνέκια τους και τον κοίταζαν περιμένοντας υπομονετικά, χωρίς να μιλούν.

Γ. Σκαμπαρδώνης Η ψίχα της μεταλαβιάς, εκδ. τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία