Λέξη σύνθετη από το καυλέας+λέοντας. Φιλοφρόνηση που σκοπό έχει να αναδείξει την ρώμη, το πόσο γαμάτος και γενικά την εκτίμηση στο πρόσωπο αυτού που απευθύνεται. Ανώτερο του καυλέα/καβλέα. Βλέπε και καυλέας, καβλέας.
Λέξη σύνθετη από το καυλέας+λέοντας. Φιλοφρόνηση που σκοπό έχει να αναδείξει την ρώμη, το πόσο γαμάτος και γενικά την εκτίμηση στο πρόσωπο αυτού που απευθύνεται. Ανώτερο του καυλέα/καβλέα. Βλέπε και καυλέας, καβλέας.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε