[burδelopió] -ούμαι

α.(για διαδικασίες) αλλάζω τις παραμέτρους της προβλεπόμενης διεξαγωγής μίας διαδικασίας, μετατρέπω σε Τριμπούρδελο ή τα κάνω Κουλουβάχατα:

με τις συνεχείς καταλήψεις μπουρδελοποιήθηκε εντελώς το διδακτορικό μου

β.(για οικον.) (συνήθως παθητική) αλλαγή της λειτουργίας της οικονομίας σε σημείο βαριά προβληματικό σημείο, μετάβαση σε Σκατά και απόσκατα:

αν επιστέγασμα της κρίσης, ο τελευταίος υπουργός οικονομίας με τις παπάτζες που εφάρμοσε μπουρδελοποίησε εντελώς την οικονομία

γ.(για προσωπα) σπανιο: Απορρυθμίζω ένα οργανωμένο σύνολο, χαλαρώνω τις προβλεπόμενες συνθήκες που οδηγούν στην ομαλή λειτουργία ενός οργανωμένου συνόλου ή ατομικά γίνονται Τα μυαλά πουρές:

Από τους πολλούς μπάφους και τις πολιτικές νεολαίες το παλικάρι μπουρδελοποιήθηκε εντελώς

Σχόλιο Υπέροχο παράδειγμα του πλούτου της γλώσσας μας, συνδυάζει τη "μετωνυμία" του καταστήματος μπουρδέλο ως συνώνυμο του γενικευμένου αποσυντονισμού και τον "ανάστροφο ευφημισμό" (πχ ξύδι->γλυκάδι) του εξαιρετικά οργανωμένου μπουρδέλου σε κάτι το οποίο λειτουργεί αποσυντονισμένα. Αντικαθιστά τις ξενικές λέξεις "μπάχαλο" και "κουτουρού", ενώ είναι και μεταβατικό, οπότε χρησιμοποιείται και σε παθητική φωνή.

Ετυμολογία [λαϊκή λέξη < ιταλική bordelo < λατινικό bordellum = μικρή καλύβα, πορνείο] Τα προθέματα Ber και Bord poy σημαίνουν κόβω και ξύλω αντίστοιχα είναι πρωτο-Ινδοευρωπαϊκά, για αυτό και η λέξη bordelo σε διάφορες παραφθορές συναντάται σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες.

Απαντάται και στα γαλλικά, ως bordéliser

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία