Από τις λέξεις καυλαντίζω + δεινόσαυρος. Ο άντρας που καυλαντίζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα με κάποια γυναίκα αλλά δεν προχωρά σε σεξουαλική πράξη μαζί της.
-Πως τα πάει ο Γιάννης με την Κατερίνα;
-Άσε ρε τον μαλάκα, ένα μήνα καυλαντίζονται κι ακόμα να την πηδήξει. Καυλαντόσαυρος κατάντησε.