Επαγγελματική σλανγκιά (1): Απομεινάρι ή μικρό κομμάτι τάβλας με μήκος κάτω του ενός μέτρου.

Επαγγελματική σλανγκιά (2): Ψάρι ανοιγμένο στη μέση με βγαλμένη τη ράχη για ψήσιμο στη σχάρα ή το τηγάνι. Χρησιμοποιείται κυρίως για κέφαλους.

Απαντάται στη βόρεια Ελλάδα και μάλλον ο όρος αναφέρεται σε επιφάνειες λεπτές σε πάχος.

Μεταφορικά, πέρα από την προφανή ηχοποίητη χλάπα-χλούπα που ό,τι πετάει το ντουφεκάει, συνδέεται με αρνητικό πρόσημο με τη μασαμπούκα με μια δόση υπερβολής, αλλά και με οτιδήποτε υπερβολικό σε δραστηριότητα φάση κι έτσι ξερω γω.

1. Καθαρίζουμε τα ψάρια, τα χαράζουμε και τα ανοίγουμε στη μέση από την κοιλιά χλάπα τα λέει ο ψαράς μου. Τα αλατίζουμε, τα αλευρώνουμε, και τα τηγανίζουμε σε καυτό ελαιόλαδο.

2. Το πιο χυδαίο απ΄όλα όμως είναι ότι τα «μεγάλα» και «ανεξάρτητα» blog που ΕΣΕΙΣ με τις επισκέψεις σας τα ανεβάζετε στις πρώτες θέσεις έχουν κάνει χλάπα της το θέμα, αποδεικνύοντας πόσο βρομερά και διατεταγμένα λειτουργούν.

(από VAG, 04/07/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η νύστα μετά το μεσημεριανό γεύμα.

Δεν θα φάω το μεσημέρι, γιατί έχω πολύ δουλειά και δεν θέλω να με πιάσει χλάπα!

%

Σύγκρινε με ντάγκλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία