Σλανγκιὰ παλαιᾶς κοπῆς, ἐν χρήσει στὸ ΕΜΚ* καὶ στὸ ΕΜΠ** τὴ δεκαετία τοῦ 1970.

Εἶναι ὁ "ἀσχολούμενος συστηματικῶς μὲ τὸν βασανισμὸν τοῦ ὑπογαστρίου δαίμονος", ὅπως ἔλεγε κάποιος φιλόλογος τῆς δεκαετίας τοῦ 1960.

Στὰ καθ᾿ ἡμᾶς ὁ μαλάκας.

*ΕΜΚ: Τὸ καφενεῖο "Μετσόβιο", φοιτητικὸ στέκι, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πλαϊνὴ εἴσοδο τοῦ Πολυτεχνείου στὴ Στουρνάρα. Ὁ Τάσος, ὁ καφετζῆς τῆς δεκαετίας τοῦ 1970, ἀπαντοῦσε στὸ τηλέφωνο λέγοντας:

"Ἐδῶ Ἐθνικὸ Μετσόβιο Καφενεῖο".

**ΕΜΠ: Τὸ Ἐθνικὸ Μετσόβιο Πολυτεχνεῖο, φυσικά.

Συνώνυμα: πετσαδόρος, πετσάκιας, βυρσοδέψης, αὐτὸς ποὺ ματώνει τὸ πετσάκι του

Ὅποτε παιζόταν στὸ Μετσόβιο πρέφα τοῦ χαβαλέ, δηλ. χωρὶς κάποιο σοβαρὸ χρηματικὸ ἔπαθλο, μαζεύονταν διάφοροι ἀργόσχολοι γύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι καὶ σχολίαζαν. Ὅταν κάποιος παίκτης ἔκανε μαλακία κι "ἔμπαινε μέσα", τραγουδοῦσαν ὅλοι (στὸ σκοπὸ τοῦ ρεφραίν ἀπὸ τὸ τραγοῦδι "Λὰ Κουκαράτσα"):

Κυρ-ἀστυνόμε, κυρ-ἀστυνόμε, βάλτον μέσα τὸν πετσή,

καὶ ἂν ἔμπαινε "σόλο", συνέχιζαν:

κυρ-ἀστυνόμε, κυρ-ἀστυνόμε, βάλτον σόλο τὸν πετσή.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία