Λελέτα, η (ουσ.). Η τσιγκολελέτα σε πρώιμη μορφή, πρωτού υποστεί επεξεργασία γαλβανισμού.

- Εφαγε τα νιάτα του ο Ιγνάτιος στα ορυχεία της Ροδεσίας.
- Ναι, ο δύσμοιρος. Καθαρή λελέτα πάντως δεν κατάφερε να βρει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε