Τύπος κάτοικου Κρήτης, ο οποίος φοράει συνήθως μαύρα ρούχα, οδηγεί 4x4 αγροτικό διπλοκάμπινο με μαύρα φιμέ τζάμια και συνήθως οπλοφορεί. Aρέσκεται στο να τρομοκρατεί τους γείτονές του παρκάροντας όπου του καπνίσει, σταματώντας το 4x4 στη μέση του δρόμου για να μιλήσει αδιαφορώντας για τους πίσω, βάζοντας μουσική όλες τις ώρες στη διαπασών, επιδιώκοντας να εμπλέκεται σε συμπλοκές -κυρίως με πιο αδύναμούς του και γυναίκες- και να κάνει επίδειξη ανδρισμού σε κάθε ευκαιρία. Έχει έντονα αρνητική και προσβλητική σημασία και απευθύνεται από άλλους Κρητικούς προς αυτόν τον συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου.
Συνώνυμα: πετσί, λουρί, λούρος, πετσόλουρο. Θηλυκό: πετσογκόμενα, πετσού, μηζύθρα.

- Σ' αυτό το μαγαζί δεν πάει ο κόσμος γιατί είναι γεμάτο πέτσακες και γίνονται παρεξηγήσεις και κάνουν φασαρίες συνέχεια!

(από Khan, 10/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία