Ας προσθέσουμε στην ερμηνεία του Ικάρου ότι η μετοχή φρικαρισμένος έχει κάπως διαφοροποιημένη σημασία: μπορεί ενίοτε να σημαίνει εκείνον που επί κάποιο διάστημα είναι σε διαρκή κατάσταση όχι μόνο οργής αλλά και κλονισμένων νεύρων, ευερέθιστος, αφηρημένος, χαμένος, γενικά έτοιμος να κλατάρει.

α. -Τι έχει ρε συ ο Φώτης και είναι έτσι φρικαρισμένος τον τελευταίο καιρό;
-Ε μωρέ, έχει πολλά. Είναι στα χωρίσματα με τη γυναίκα του, στη δουλειά γαμιέται, έχει και τη μάνα του άρρωστη, τι να σου κάνει ο άνθρωπος;

β. Μα τι πόλη! Όλοι σα φρικαρισμένοι οδηγούν! Πώς ζείτε εδω πέρα, με λες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βλέπω κάτι και παθαίνω φρίκη, ενίοτε γίνομαι έξω φρενών, νευριάζω πολύ.

Είδα χτες την πρώην μου αγκαζέ με ένα χούφταλο στην ηλικία του μπαμπά της και βάλε, και φρίκαρα τελείως!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία