Το στριφτό τσιγάρο που κατασκευάζεται από ένα τσιγαρόχαρτο, καπνό και χασίς.
Αντίστοιχα: το δίφυλλο, το τρίφυλλο.
Συνώνυμα: γάρο, ντουντούκα, τσιγαριλίκι, μπάφος, φούντα (πυργιώτικη ή καλαματιανή, στα ποδανά νταφού), μαύρο (στα ποδανά: βρομά) ή μαύρη, μαριχουάνα, κάνναβη, παπάς, χόρτο.
Υποκοριστικό: μονοφυλλάκι.
Με πιάσανε στο στρατό με ένα μονοφυλλάκι και είχα τραβήγματα!