Η γυναίκα που μονίμως κλαίει και παραπονιέται με το παραμικρό ή έχει μια κλαψιάρικη, μίζερη φάτσα, και ποτέ μα ποτέ δεν δείχνει ότι κάτι την ευχαριστεί.

Πιθανώς η ετυμολογία της λέξης έχει να κανει με τα υγρά κλαμμένα μάτια που παραπέμπουν σε υγρό μουνί, είτε με την σλανγκ έκφραση της γυναίκας ως μουνί.

Αμάν βρε παιδί μου αυτη η Αννούλα, τι κλαψομούνα που είναι. Την πήγα για καφέ, την πήγα σινεμά, προχθές βγήκαμε για φαί, και πάλι μυξοκλαίει ότι δεν την προσέχω. Δεν την αντέχω!

Δες και -μούνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η τύπισσα η οποία: 1. δεν βρίσκει χαρά στα σκέλια της και που
2. κλαίγεται συνεχώς γι αυτό.

Άσ' την αυτήν, μια παλιο-αγάμητη κλαψομούνα ειναι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κυρία η οποία δεν βρίσκει χαρά στα σκέλια της.

- Για δες την, κλαψομούνα είναι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία