Το μικρο-έδεσμα, αλμυρό ή γλυκό.

Συνώνυμο: ψιψιψόνια

- Ρε συ, αδυνάτισες! Δίαιτα;
- Μπα, απλώς έπηξα με τα πολλά φαγητά και τό 'χω ρίξει στα μπινελίκια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Τουρκικής προέλευσης λέξη (binlik) που σημαίνει χαρτονόμισμα χιλίων λιρών. Δηλώνει γενικά την μεγάλη ποσότητα πραγμάτων.

Είχε πολλά μπινελίκια στο τραπέζι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το γλυκό -συνήθως ανατολίτικης προέλευσης- που είναι τίγκα στο σιρόπι. Ένας τρώει, δύο παθαίνουν ζάχαρο. Είναι ό,τι πείς για χέσιμο.

Μπινελικώθηκα σήμερα με κάτι μπινελίκια απίστευτα. Μπινέδιασα σου λέω με τόσα σορόπια...

Η καβάντζα του χοντρού (από Marco De Sade, 19/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

  1. Αισχρό βρίσιμο, που μόνο μπινές θα μπορούσε να εκφέρει...

  2. Μεζεδάκια πικάντικα και μικρής ποσότητας συνήθως, που συνοδεύουν «σκληρά», «πατροπαράδοτα» οινοπνευματώδη (ούζο, τσίπουρο, κλπ)

  1. -Όταν τον συνάντησα τον πούστη, τού 'ριξα κάτι μπινελίκια που δεν ήξερε από πού τού 'ρθαν!!

  2. - Καλά, χθες, στο τάδε μαγαζί που πήγαμε για ουζάκι, είχε και κάτι μπινελίκια!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία