Αδιαφορώ, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, το φιλοσοφώ, το διασκεδάζω.
Το έριξε στο σορολόπ.
Άσ' τον μωρέ αυτόν τον σορολόπ (= μην ασχολείσαι με τον άστατο).
Αδιαφορώ, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, το φιλοσοφώ, το διασκεδάζω.
Το έριξε στο σορολόπ.
Άσ' τον μωρέ αυτόν τον σορολόπ (= μην ασχολείσαι με τον άστατο).
Δες και σορολόπ!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!