Άνδρας (ούτως ειπείν...) του οποίου οι περήφανοι γονείς έχουν γνωριστεί με τους γονείς της γκόμενάς του - κοινώς, έχει κάνει «φανερώματα». Θηλυκό: Φανούρω, φανούραινα.

Καμία σχέση με το φανουρομωρό

Φανούρη, κόκα-κόλα έφερες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία